- βουβάρας
- βουβάραςMeaning: (1) μεγαλοναύτης, παρὰ την βᾶριν καὶ (2) μέγα βάρος ἔχων καὶ (3) αὐχήματίας η (4) ὁ μέγας καὶ ἀναίσθητος ἄνθρωπος. H.Other forms: cod. βοβ-. Cf. βούβαρις νεὼς ὄνομα H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: In (3) the ms. has και αυχηνα; καυχητιων ex EM Alb. The others are clear.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.